λεξικολογία

λεξικολογία
η лексикология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λεξικολογία" в других словарях:

  • λεξικολογία — η 1. η επιστήμη που εξετάζει τις λέξεις από ετυμολογική, ιστορική, σημασιολογική και συντακτική άποψη 2. πραγματεία λεξικολογικού περιεχομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Σπυρ. Κ. Παπαγεωργίου] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λεξικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικολογία. επίρρ... λεξικολογικώς και ά με λεξικολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ευστάθιο Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • λεξικολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη λεξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Νικ. Χ. Αμβράζη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»